ἐχάρισε

ἐχάρισε
χαρίζω
say
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαργαριταρόχρυσος — μαργαριταρόχρυσος, η, ον (Μ) αυτός που είναι στολισμένος με μαργαριτάρια και χρυσάφι («τοῡ ἐχάρισε ὁ βασιλεύς... μαργαριταρόχρυσον τσιμπούνι», Κορών.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”